Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
View word page
ἀπόπεμψις
a sending off, dispatching

ShortDef

a sending off, dispatching

Debugging

Headword:
ἀπόπεμψις
Headword (normalized):
ἀπόπεμψις
Headword (normalized/stripped):
αποπεμψις
IDX:
11694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11695
Key:

Data

{'content': 'a sending off, dispatching'}