Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
View word page
ἀποπεμπτικός
valedictory
ShortDef
valedictory
Debugging
Headword:
ἀποπεμπτικός
Headword (normalized):
ἀποπεμπτικός
Headword (normalized/stripped):
αποπεμπτικος
IDX:
11690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11691
Key:
Data
{'content': 'valedictory'}