Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
View word page
ἀποπειράομαι
to make trial, essay

ShortDef

to make trial, essay

Debugging

Headword:
ἀποπειράομαι
Headword (normalized):
ἀποπειράομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπειραομαι
IDX:
11684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11685
Key:

Data

{'content': 'to make trial, essay'}