Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
View word page
ἀποπειράζω
make trial of, prove

ShortDef

make trial of, prove

Debugging

Headword:
ἀποπειράζω
Headword (normalized):
ἀποπειράζω
Headword (normalized/stripped):
αποπειραζω
IDX:
11683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11684
Key:

Data

{'content': 'make trial of, prove'}