Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
View word page
ἀπόπαυσις
cessation
ShortDef
cessation
Debugging
Headword:
ἀπόπαυσις
Headword (normalized):
ἀπόπαυσις
Headword (normalized/stripped):
αποπαυσις
IDX:
11680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11681
Key:
Data
{'content': 'cessation'}