Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
View word page
ἀπόπατος
excrement; privy

ShortDef

excrement; privy

Debugging

Headword:
ἀπόπατος
Headword (normalized):
ἀπόπατος
Headword (normalized/stripped):
αποπατος
IDX:
11679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11680
Key:

Data

{'content': 'excrement; privy'}