Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
ἀδιάχυτος
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
ἀδιεξόδευτος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
View word page
ἀδίδακτος
untaught, ignorant

ShortDef

untaught, ignorant

Debugging

Headword:
ἀδίδακτος
Headword (normalized):
ἀδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
αδιδακτος
IDX:
1167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1168
Key:

Data

{'content': 'untaught, ignorant'}