Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
View word page
ἀποπατητέον
one must ease oneself

ShortDef

one must ease oneself

Debugging

Headword:
ἀποπατητέον
Headword (normalized):
ἀποπατητέον
Headword (normalized/stripped):
αποπατητεον
IDX:
11678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11679
Key:

Data

{'content': 'one must ease oneself'}