Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
View word page
ἀποπάτησις
going to stool

ShortDef

going to stool

Debugging

Headword:
ἀποπάτησις
Headword (normalized):
ἀποπάτησις
Headword (normalized/stripped):
αποπατησις
IDX:
11677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11678
Key:

Data

{'content': 'going to stool'}