Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
View word page
ἀποπάτημα
dung
ShortDef
dung
Debugging
Headword:
ἀποπάτημα
Headword (normalized):
ἀποπάτημα
Headword (normalized/stripped):
αποπατημα
IDX:
11676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11677
Key:
Data
{'content': 'dung'}