Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
View word page
ἀποπάσχω
reject an impression

ShortDef

reject an impression

Debugging

Headword:
ἀποπάσχω
Headword (normalized):
ἀποπάσχω
Headword (normalized/stripped):
αποπασχω
IDX:
11674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11675
Key:

Data

{'content': 'reject an impression'}