Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
View word page
ἀποπαρθενεύομαι
lay aside virginity

ShortDef

lay aside virginity

Debugging

Headword:
ἀποπαρθενεύομαι
Headword (normalized):
ἀποπαρθενεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπαρθενευομαι
IDX:
11672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11673
Key:

Data

{'content': 'lay aside virginity'}