Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
ἀπόπαυσις
ἀποπαύω
View word page
ἀποπάρδαξ
someone who farts

ShortDef

someone who farts

Debugging

Headword:
ἀποπάρδαξ
Headword (normalized):
ἀποπάρδαξ
Headword (normalized/stripped):
αποπαρδαξ
IDX:
11671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11672
Key:

Data

{'content': 'someone who farts'}