Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποξυσμός
ἀποξυστρόομαι
ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
ἀποπατέω
ἀποπάτημα
ἀποπάτησις
ἀποπατητέον
ἀπόπατος
View word page
ἀποπαππόομαι
become pappose

ShortDef

become pappose

Debugging

Headword:
ἀποπαππόομαι
Headword (normalized):
ἀποπαππόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπαπποομαι
IDX:
11669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11670
Key:

Data

{'content': 'become pappose'}