Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόξυρος
ἀποξύρω
ἄποξυς
ἀπόξυσις
ἀπόξυσμα
ἀποξυσμός
ἀποξυστρόομαι
ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
ἀποπάσχω
View word page
ἀποπαλαιόω
abrogate

ShortDef

abrogate

Debugging

Headword:
ἀποπαλαιόω
Headword (normalized):
ἀποπαλαιόω
Headword (normalized/stripped):
αποπαλαιοω
IDX:
11664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11665
Key:

Data

{'content': 'abrogate'}