Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποξυρίζω
ἀπόξυρος
ἀποξύρω
ἄποξυς
ἀπόξυσις
ἀπόξυσμα
ἀποξυσμός
ἀποξυστρόομαι
ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
ἀπόπαστος
View word page
ἀπόπαλαι
from of old
ShortDef
from of old
Debugging
Headword:
ἀπόπαλαι
Headword (normalized):
ἀπόπαλαι
Headword (normalized/stripped):
αποπαλαι
IDX:
11663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11664
Key:
Data
{'content': 'from of old'}