Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποξύρησις
ἀποξυρίζω
ἀπόξυρος
ἀποξύρω
ἄποξυς
ἀπόξυσις
ἀπόξυσμα
ἀποξυσμός
ἀποξυστρόομαι
ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
ἀποπαρθενεύομαι
View word page
ἀποπαιδαγωγέω
lead away
ShortDef
lead away
Debugging
Headword:
ἀποπαιδαγωγέω
Headword (normalized):
ἀποπαιδαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
αποπαιδαγωγεω
IDX:
11662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11663
Key:
Data
{'content': 'lead away'}