Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποξυράω
ἀποξύρησις
ἀποξυρίζω
ἀπόξυρος
ἀποξύρω
ἄποξυς
ἀπόξυσις
ἀπόξυσμα
ἀποξυσμός
ἀποξυστρόομαι
ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπάρδαξ
View word page
ἀποξύω
to strip off

ShortDef

to strip off

Debugging

Headword:
ἀποξύω
Headword (normalized):
ἀποξύω
Headword (normalized/stripped):
αποξυω
IDX:
11661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11662
Key:

Data

{'content': 'to strip off'}