Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποξυλόομαι
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀποξύρησις
ἀποξυρίζω
ἀπόξυρος
ἀποξύρω
ἄποξυς
ἀπόξυσις
ἀπόξυσμα
ἀποξυσμός
ἀποξυστρόομαι
ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
ἀποπαλμός
ἀπόπαλσις
ἀποπαλτικός
ἀποπαππόομαι
View word page
ἀποξυσμός
becoming acid
ShortDef
becoming acid
Debugging
Headword:
ἀποξυσμός
Headword (normalized):
ἀποξυσμός
Headword (normalized/stripped):
αποξυσμος
IDX:
11659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11660
Key:
Data
{'content': 'becoming acid'}