Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
ἀδιάχυτος
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
ἀδιεξόδευτος
View word page
ἀδιαχώριστος
unseparated, undistinguished

ShortDef

unseparated, undistinguished

Debugging

Headword:
ἀδιαχώριστος
Headword (normalized):
ἀδιαχώριστος
Headword (normalized/stripped):
αδιαχωριστος
IDX:
1165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1166
Key:

Data

{'content': 'unseparated, undistinguished'}