Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόξεσμα
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλίζω
ἀποξυλόομαι
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀποξύρησις
ἀποξυρίζω
ἀπόξυρος
ἀποξύρω
ἄποξυς
ἀπόξυσις
ἀπόξυσμα
ἀποξυσμός
ἀποξυστρόομαι
ἀποξύω
ἀποπαιδαγωγέω
ἀπόπαλαι
ἀποπαλαιόω
ἀποπάλλω
View word page
ἀποξύρω
get shaved
ShortDef
get shaved
Debugging
Headword:
ἀποξύρω
Headword (normalized):
ἀποξύρω
Headword (normalized/stripped):
αποξυρω
IDX:
11655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11656
Key:
Data
{'content': 'get shaved'}