Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
ἀδιάχυτος
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
ἀδιεξήγητος
ἀδιεξίτητος
View word page
ἀδιαχώρητος
without evacuation

ShortDef

without evacuation

Debugging

Headword:
ἀδιαχώρητος
Headword (normalized):
ἀδιαχώρητος
Headword (normalized/stripped):
αδιαχωρητος
IDX:
1164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1165
Key:

Data

{'content': 'without evacuation'}