Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποξαίνω
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξενωτέος
ἀπόξεσις
ἀπόξεσμα
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλίζω
ἀποξυλόομαι
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀποξύρησις
ἀποξυρίζω
ἀπόξυρος
ἀποξύρω
ἄποξυς
ἀπόξυσις
View word page
ἀποξηραίνω
to dry up
ShortDef
to dry up
Debugging
Headword:
ἀποξηραίνω
Headword (normalized):
ἀποξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
αποξηραινω
IDX:
11647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11648
Key:
Data
{'content': 'to dry up'}