Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπονυχιστικός
ἀπονωτίζω
ἀποξαίνω
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξενωτέος
ἀπόξεσις
ἀπόξεσμα
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλίζω
ἀποξυλόομαι
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀποξύρησις
ἀποξυρίζω
ἀπόξυρος
ἀποξύρω
View word page
ἀπόξεσμα
scraping, shred

ShortDef

scraping, shred

Debugging

Headword:
ἀπόξεσμα
Headword (normalized):
ἀπόξεσμα
Headword (normalized/stripped):
αποξεσμα
IDX:
11645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11646
Key:

Data

{'content': 'scraping, shred'}