Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπονυχίζω
ἀπονύχισμα
ἀπονυχιστικός
ἀπονωτίζω
ἀποξαίνω
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξενωτέος
ἀπόξεσις
ἀπόξεσμα
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλίζω
ἀποξυλόομαι
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀποξύρησις
ἀποξυρίζω
View word page
ἀποξενωτέος
to be rejected

ShortDef

to be rejected

Debugging

Headword:
ἀποξενωτέος
Headword (normalized):
ἀποξενωτέος
Headword (normalized/stripped):
αποξενωτεος
IDX:
11643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11644
Key:

Data

{'content': 'to be rejected'}