Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπονυστάζω
ἀπονυχίζω
ἀπονύχισμα
ἀπονυχιστικός
ἀπονωτίζω
ἀποξαίνω
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξενωτέος
ἀπόξεσις
ἀπόξεσμα
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλίζω
ἀποξυλόομαι
ἀποξύνω
ἀποξυράω
ἀποξύρησις
View word page
ἀποξένωσις
a living abroad
ShortDef
a living abroad
Debugging
Headword:
ἀποξένωσις
Headword (normalized):
ἀποξένωσις
Headword (normalized/stripped):
αποξενωσις
IDX:
11642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11643
Key:
Data
{'content': 'a living abroad'}