Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπονοσφίζω
ἀπονυκτερεύω
ἀπονυστάζω
ἀπονυχίζω
ἀπονύχισμα
ἀπονυχιστικός
ἀπονωτίζω
ἀποξαίνω
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξενωτέος
ἀπόξεσις
ἀπόξεσμα
ἀποξέω
ἀποξηραίνω
ἀποξυλίζω
ἀποξυλόομαι
ἀποξύνω
View word page
ἀπόξενος
alien to guests, inhospitable

ShortDef

alien to guests, inhospitable

Debugging

Headword:
ἀπόξενος
Headword (normalized):
ἀπόξενος
Headword (normalized/stripped):
αποξενος
IDX:
11640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11641
Key:

Data

{'content': 'alien to guests, inhospitable'}