Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄπονος
ἀπονοσέω
ἀπονοστέω
ἀπονόστησις
ἀπονόσφι
ἀπονοσφίζω
ἀπονυκτερεύω
ἀπονυστάζω
ἀπονυχίζω
ἀπονύχισμα
ἀπονυχιστικός
ἀπονωτίζω
ἀποξαίνω
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
ἀποξενωτέος
ἀπόξεσις
ἀπόξεσμα
View word page
ἀπονυχιστικός
polishing to the nail

ShortDef

polishing to the nail

Debugging

Headword:
ἀπονυχιστικός
Headword (normalized):
ἀπονυχιστικός
Headword (normalized/stripped):
απονυχιστικος
IDX:
11635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11636
Key:

Data

{'content': 'polishing to the nail'}