Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόνοια
ἀπονομή
ἀπονομίζω
ἄπονος
ἀπονοσέω
ἀπονοστέω
ἀπονόστησις
ἀπονόσφι
ἀπονοσφίζω
ἀπονυκτερεύω
ἀπονυστάζω
ἀπονυχίζω
ἀπονύχισμα
ἀπονυχιστικός
ἀπονωτίζω
ἀποξαίνω
ἀποξενιτεύομαι
ἀποξενολογέω
ἀπόξενος
ἀποξενόω
ἀποξένωσις
View word page
ἀπονυστάζω
to be sleepy and sluggish
ShortDef
to be sleepy and sluggish
Debugging
Headword:
ἀπονυστάζω
Headword (normalized):
ἀπονυστάζω
Headword (normalized/stripped):
απονυσταζω
IDX:
11632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11633
Key:
Data
{'content': 'to be sleepy and sluggish'}