Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
ἀδιάχυτος
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
ἀδιέγγυος
ἀδιέκδυτος
ἀδιέξακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιεξέταστος
View word page
ἀδιάφρακτος
with no divisions

ShortDef

with no divisions

Debugging

Headword:
ἀδιάφρακτος
Headword (normalized):
ἀδιάφρακτος
Headword (normalized/stripped):
αδιαφρακτος
IDX:
1162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1163
Key:

Data

{'content': 'with no divisions'}