Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπονευρόομαι
ἀπονεύρωσις
ἀπόνευσις
ἀπονεύω
ἀπονέω
ἀπονέω2
ἀπονηρευσία
ἀπόνηρος
ἀπονηστίζομαι
ἀπονητί
ἀπόνητος
ἀπονήχομαι
ἀπονία
ἀπονίζω
ἀπονικάω
ἀπονίναμαι
ἀπονίνημι
ἀπόνιπτρον
ἀπονίσσομαι
ἀπονιτρόω
ἀπόνιψις
View word page
ἀπόνητος
without toil
ShortDef
without toil
Debugging
Headword:
ἀπόνητος
Headword (normalized):
ἀπόνητος
Headword (normalized/stripped):
απονητος
IDX:
11610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11611
Key:
Data
{'content': 'without toil'}