Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοτος
ἀβουκόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἅβρα
Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
View word page
ἀβουλέω
to be unwilling
ShortDef
to be unwilling
Debugging
Headword:
ἀβουλέω
Headword (normalized):
ἀβουλέω
Headword (normalized/stripped):
αβουλεω
IDX:
115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-116
Key:
Data
{'content': 'to be unwilling'}