Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομύσσω
ἀπομύω
ἀπομφολύγωτος
ἀπομωλέω
ἀπομωλύνομαι
ἀπομωρόω
ἀπόναϝε
ἀποναίω
ἀποναρκάω
ἀποναρκόομαι
ἀπονάρκωσις
ἀπονείφω
ἀπονεκρόω
ἀπονέκρωσις
ἀπονέμησις
ἀπονεμητέον
ἀπονεμητέος
ἀπονεμητής
ἀπονεμητικός
ἀπονέμω
ἀπονενοημένως
View word page
ἀπονάρκωσις
insensibility

ShortDef

insensibility

Debugging

Headword:
ἀπονάρκωσις
Headword (normalized):
ἀπονάρκωσις
Headword (normalized/stripped):
αποναρκωσις
IDX:
11586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11587
Key:

Data

{'content': 'insensibility'}