Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομυξία
ἀπόμυξις
ἀπομύσσω
ἀπομύω
ἀπομφολύγωτος
ἀπομωλέω
ἀπομωλύνομαι
ἀπομωρόω
ἀπόναϝε
ἀποναίω
ἀποναρκάω
ἀποναρκόομαι
ἀπονάρκωσις
ἀπονείφω
ἀπονεκρόω
ἀπονέκρωσις
ἀπονέμησις
ἀπονεμητέον
ἀπονεμητέος
ἀπονεμητής
ἀπονεμητικός
View word page
ἀποναρκάω
to be quite torpid

ShortDef

to be quite torpid

Debugging

Headword:
ἀποναρκάω
Headword (normalized):
ἀποναρκάω
Headword (normalized/stripped):
αποναρκαω
IDX:
11584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11585
Key:

Data

{'content': 'to be quite torpid'}