Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομυκτηρίζω
ἀπομυλλαίνω
ἀπομυξία
ἀπόμυξις
ἀπομύσσω
ἀπομύω
ἀπομφολύγωτος
ἀπομωλέω
ἀπομωλύνομαι
ἀπομωρόω
ἀπόναϝε
ἀποναίω
ἀποναρκάω
ἀποναρκόομαι
ἀπονάρκωσις
ἀπονείφω
ἀπονεκρόω
ἀπονέκρωσις
ἀπονέμησις
ἀπονεμητέον
ἀπονεμητέος
View word page
ἀπόναϝε
wrought

ShortDef

wrought

Debugging

Headword:
ἀπόναϝε
Headword (normalized):
ἀπόναϝε
Headword (normalized/stripped):
αποναϝε
IDX:
11582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11583
Key:

Data

{'content': 'wrought'}