Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομυκτέος
ἀπομυκτηρίζω
ἀπομυλλαίνω
ἀπομυξία
ἀπόμυξις
ἀπομύσσω
ἀπομύω
ἀπομφολύγωτος
ἀπομωλέω
ἀπομωλύνομαι
ἀπομωρόω
ἀπόναϝε
ἀποναίω
ἀποναρκάω
ἀποναρκόομαι
ἀπονάρκωσις
ἀπονείφω
ἀπονεκρόω
ἀπονέκρωσις
ἀπονέμησις
ἀπονεμητέον
View word page
ἀπομωρόω
stupefy

ShortDef

stupefy

Debugging

Headword:
ἀπομωρόω
Headword (normalized):
ἀπομωρόω
Headword (normalized/stripped):
απομωροω
IDX:
11581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11582
Key:

Data

{'content': 'stupefy'}