Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομυκτέον
ἀπομυκτέος
ἀπομυκτηρίζω
ἀπομυλλαίνω
ἀπομυξία
ἀπόμυξις
ἀπομύσσω
ἀπομύω
ἀπομφολύγωτος
ἀπομωλέω
ἀπομωλύνομαι
ἀπομωρόω
ἀπόναϝε
ἀποναίω
ἀποναρκάω
ἀποναρκόομαι
ἀπονάρκωσις
ἀπονείφω
ἀπονεκρόω
ἀπονέκρωσις
ἀπονέμησις
View word page
ἀπομωλύνομαι
to be absorbed, disappear

ShortDef

to be absorbed, disappear

Debugging

Headword:
ἀπομωλύνομαι
Headword (normalized):
ἀπομωλύνομαι
Headword (normalized/stripped):
απομωλυνομαι
IDX:
11580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11581
Key:

Data

{'content': 'to be absorbed, disappear'}