Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
ἀδιάχυτος
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
ἀδιάψευστος
ἀδίδακτος
View word page
ἀδιαφορέω
to be indifferent

ShortDef

to be indifferent

Debugging

Headword:
ἀδιαφορέω
Headword (normalized):
ἀδιαφορέω
Headword (normalized/stripped):
αδιαφορεω
IDX:
1157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1158
Key:

Data

{'content': 'to be indifferent'}