Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομοίρια
ἀπόμοιρος
ἀπομολυβόω
ἀπομονόομαι
ἀπόμοργμα
ἀπομόργνυμι
ἀπομορφόομαι
ἀπόμορφος
ἀπομόρφωσις
ἀπομοσία
ἀπομοτικός
ἀπόμουσος
ἀπομοχλεύω
ἀπομυζάω
ἀπομυθέομαι
Ἀπόμυιος
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέον
ἀπομυκτέος
ἀπομυκτηρίζω
ἀπομυλλαίνω
View word page
ἀπομοτικός
of abjuration

ShortDef

of abjuration

Debugging

Headword:
ἀπομοτικός
Headword (normalized):
ἀπομοτικός
Headword (normalized/stripped):
απομοτικος
IDX:
11563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11564
Key:

Data

{'content': 'of abjuration'}