Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομνύω
ἀπόμοιρα
ἀπομοιράομαι
ἀπομοίρια
ἀπόμοιρος
ἀπομολυβόω
ἀπομονόομαι
ἀπόμοργμα
ἀπομόργνυμι
ἀπομορφόομαι
ἀπόμορφος
ἀπομόρφωσις
ἀπομοσία
ἀπομοτικός
ἀπόμουσος
ἀπομοχλεύω
ἀπομυζάω
ἀπομυθέομαι
Ἀπόμυιος
ἀπομυκάομαι
ἀπομυκτέον
View word page
ἀπόμορφος
of strange form, strange

ShortDef

of strange form, strange

Debugging

Headword:
ἀπόμορφος
Headword (normalized):
ἀπόμορφος
Headword (normalized/stripped):
απομορφος
IDX:
11560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11561
Key:

Data

{'content': 'of strange form, strange'}