Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιαφθορία
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
ἀδιάφορος
ἀδιάφρακτος
ἀδιάχυτος
ἀδιαχώρητος
ἀδιαχώριστος
View word page
ἀδιαφθορία
incorruption, uprightness

ShortDef

incorruption, uprightness

Debugging

Headword:
ἀδιαφθορία
Headword (normalized):
ἀδιαφθορία
Headword (normalized/stripped):
αδιαφθορια
IDX:
1155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1156
Key:

Data

{'content': 'incorruption, uprightness'}