Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομνύω
ἀπόμοιρα
ἀπομοιράομαι
ἀπομοίρια
ἀπόμοιρος
ἀπομολυβόω
ἀπομονόομαι
ἀπόμοργμα
ἀπομόργνυμι
ἀπομορφόομαι
ἀπόμορφος
ἀπομόρφωσις
ἀπομοσία
ἀπομοτικός
ἀπόμουσος
ἀπομοχλεύω
ἀπομυζάω
ἀπομυθέομαι
View word page
ἀπόμοργμα
that which is wiped off

ShortDef

that which is wiped off

Debugging

Headword:
ἀπόμοργμα
Headword (normalized):
ἀπόμοργμα
Headword (normalized/stripped):
απομοργμα
IDX:
11557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11558
Key:

Data

{'content': 'that which is wiped off'}