Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομίμνω
ἀπομίσγομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομιτρόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημόνευσις
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομνύω
ἀπόμοιρα
ἀπομοιράομαι
ἀπομοίρια
ἀπόμοιρος
ἀπομολυβόω
ἀπομονόομαι
ἀπόμοργμα
ἀπομόργνυμι
ἀπομορφόομαι
ἀπόμορφος
View word page
ἀπομνύω
swear
ShortDef
swear
Debugging
Headword:
ἀπομνύω
Headword (normalized):
ἀπομνύω
Headword (normalized/stripped):
απομνυω
IDX:
11550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11551
Key:
Data
{'content': 'swear'}