Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομίμνω
ἀπομίσγομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομιτρόω
ἀπομνημόνευμα
ἀπομνημόνευσις
ἀπομνημονεύω
ἀπομνησικακέω
ἀπόμνυμι
ἀπομνύω
ἀπόμοιρα
ἀπομοιράομαι
ἀπομοίρια
ἀπόμοιρος
ἀπομολυβόω
ἀπομονόομαι
ἀπόμοργμα
ἀπομόργνυμι
ἀπομορφόομαι
View word page
ἀπόμνυμι
swear not to, deny on oath; take a solemn oath

ShortDef

swear not to, deny on oath; take a solemn oath

Debugging

Headword:
ἀπόμνυμι
Headword (normalized):
ἀπόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
απομνυμι
IDX:
11549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11550
Key:

Data

{'content': 'swear not to, deny on oath; take a solemn oath'}