Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομίμνω
ἀπομίσγομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομιτρόω
ἀπομνημόνευμα
View word page
ἀπομηρύομαι
draw up from, out of

ShortDef

draw up from, out of

Debugging

Headword:
ἀπομηρύομαι
Headword (normalized):
ἀπομηρύομαι
Headword (normalized/stripped):
απομηρυομαι
IDX:
11535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11536
Key:

Data

{'content': 'draw up from, out of'}