Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομίμνω
ἀπομίσγομαι
ἀπόμισθος
ἀπομισθόω
ἀπομιτρόω
View word page
ἀπομηρυκάομαι
ruminate
ShortDef
ruminate
Debugging
Headword:
ἀπομηρυκάομαι
Headword (normalized):
ἀπομηρυκάομαι
Headword (normalized/stripped):
απομηρυκαομαι
IDX:
11534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11535
Key:
Data
{'content': 'ruminate'}