Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομίμνω
ἀπομίσγομαι
ἀπόμισθος
View word page
ἀπομηκύνω
to prolong, draw out

ShortDef

to prolong, draw out

Debugging

Headword:
ἀπομηκύνω
Headword (normalized):
ἀπομηκύνω
Headword (normalized/stripped):
απομηκυνω
IDX:
11532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11533
Key:

Data

{'content': 'to prolong, draw out'}