Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομίμνω
ἀπομίσγομαι
View word page
ἀπομήκης
longish (?)

ShortDef

longish (?)

Debugging

Headword:
ἀπομήκης
Headword (normalized):
ἀπομήκης
Headword (normalized/stripped):
απομηκης
IDX:
11531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11532
Key:

Data

{'content': 'longish (?)'}