Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
ἀπομιμνῄσκομαι
ἀπομίμνω
View word page
ἀπόμετρον
emoluments
ShortDef
emoluments
Debugging
Headword:
ἀπόμετρον
Headword (normalized):
ἀπόμετρον
Headword (normalized/stripped):
απομετρον
IDX:
11530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11531
Key:
Data
{'content': 'emoluments'}