Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπομελίζω
ἀπομέμφομαι
ἀπομένω
ἀπομερίζω
ἀπομεριμνάω
ἀπομερισμός
ἀπομερμηρίζω
ἀπομεστόομαι
ἀπομετρέω
ἀπομέτρημα
ἀπομέτρησις
ἀπόμετρον
ἀπομήκης
ἀπομηκύνω
ἀπομηνίω
ἀπομηρυκάομαι
ἀπομηρύομαι
ἀπομιμέομαι
ἀπομίμημα
ἀπομίμησις
ἀπομιμνῄσκομαι
View word page
ἀπομέτρησις
measuring out, distribution

ShortDef

measuring out, distribution

Debugging

Headword:
ἀπομέτρησις
Headword (normalized):
ἀπομέτρησις
Headword (normalized/stripped):
απομετρησις
IDX:
11529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11530
Key:

Data

{'content': 'measuring out, distribution'}